- χρυσανθής
- χρυσ-ανθής, ές,A with flower of gold, ἔρνος Trag.Adesp. in Gött.Nachr.1922p.27;
κρόκος AP12.256
(Mel.).II χρυσανθές, τό, = ἑλίχρυσον, Nic.Fr. 74.69.2 yellow dye, PHolm.22.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρόκος AP12.256
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσανθής — ές, Α 1. αυτός που έχει χρυσά άνθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσανθές χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. λευκ ανθής] … Dictionary of Greek
χρυσανθῆ — χρῡσανθῆ , χρυσανθής with flower of gold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρῡσανθῆ , χρυσανθής with flower of gold masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρῡσανθῆ , χρυσανθής with flower of gold masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσανθές — χρῡσανθές , χρυσανθής with flower of gold masc/fem voc sg χρῡσανθές , χρυσανθής with flower of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Miltos Sachtouris — or Miltos Sahtouris (Greek: Μίλτος Σαχτούρης; Athens July 19, 1919 – March 29, 2005 Athens) was a Greek poet. He was a descendant of Giorgos Sachtouris. When he was young he adopted the pen name Miltos Chrysanthis (Μίλτος Χρυσάνθης). Sachtouris… … Wikipedia
Хризантема — У этого термина существуют и другие значения, см. Хризантема (значения). ? Хризантема … Википедия
Хрисанф — Для этой статьи не заполнен шаблон карточка {{Имя}}. Вы можете помочь проекту, добавив его. Хрисанф (Хрисанфий, Хрисан, Кирсан) (от др. греч. χρυσανθής «златоцветный») мужское … Википедия
Хризантемы — ? Хризантема Научная классификация Царство: Растения Отдел: Покрытосеменные Класс … Википедия
Chrysanthus, S. (1) — 1S. Chrysanthus M. (17. Febr.). Vom Griech. χρυσανϑής = mit goldfarbiger Blüthe, Goldblume etc. – Dieser hl. Chrysanthus war ein Martyrer zu Concordia in Italien. S. S. Donatus … Vollständiges Heiligen-Lexikon
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ποδολεπίδα — (paodolepis). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των συνθέτων. Αριθμεί 16 είδη ιθαγενή της Αυστραλίας. Είναι πόες πολυετείς ή μονοετείς, με ύψος 15 40 εκ. Έχουν φύλλα λογχοειδή και άνθη διαταγμένα σε κεφάλια. Καλλιεργούνται ως διακοσμητικά τα είδη … Dictionary of Greek
χρυσάνθεμος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει χρυσά άνθη, χρυσανθής* 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άνθεμος (< ἄνθεμον «λουλούδι»), πρβλ. φιλ άνθεμος] … Dictionary of Greek